- ὑπεστενάχιζε
- ὑποστεναχίζωgroan beneathimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποστεναχίζω — και επικ. τ. ὑποστοναχίζω Α στενάζω καθώς βρίσκομαι κάτω από κάτι («γαῑα δ ὑπεστενάχιζε Διὶ ὡς τερψικεραύνῳ χωομένῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στεναχίζω / στοναχίζω «στενάζω»] … Dictionary of Greek